- καταδέχομαι
- (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)νεοελλ.-μσν.δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας»)μσν.επιτρέπωμσν.-αρχ.1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός», Πλάτ.)2. παραδέχομαιαρχ.1. δέχομαι πίσω, ξαναδέχομαι κάποιον, ιδίως από εξορία («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ ὄντα ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῡτο», Ανδοκ.)2. συναινώ σε κάτι, επιτρέπω.
Dictionary of Greek. 2013.